- ὀροβοφόρος
- ὀροβο-φόρος, ον,A bearing vetches,
γῆ Sammelb.4369b50
(iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῆ Sammelb.4369b50
(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οροβοφόρος — ὀροβοφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει ορόβους («ὀροβοφόρος γῆ», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + φόρος*] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek